- ντεπό
- το άκλ. паровозное депо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντεπό — το άκλ. 1. αποθηκευμένη ποσότητα, απόθεμα 2. αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. depot < λατ. depositum < λατ. depono «αποθέτω, καταθέτω»] … Dictionary of Greek